Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Πέτα το σωσίβιο της σιγουριάς και κολύμπησε στα βαθιά.

Πάρε ένα ταξί, σε περιμένει στο λιμάνι η σιγουριά σου για να φύγετε.

Μην αργείς σου ‘χω βάλει και ρούχα χοντρά, αν και δε θα ‘χει κρύο εκεί που θα πάτε αλλά για να’ ναι ήσυχη η σιγουριά πως δε θα κρυώσεις αν πιάσουν μελτεμάκια. Είναι η βαλίτσα σου μεγάλη και συ ακόμα πιο μικρή.
Πέρασαν τα χρόνια και μίκρυνες μαζεύτηκες σε μια γωνιά να μη πιάνεις χώρο στων άλλων τις προσδοκίες.
Όλα τα θέλω ζωγραφιές που πετούσαν σαν σαΐτες στον ορίζοντα έφθαναν μόνο για λίγο ψηλά και ύστερα προσγειωνόντουσαν απότομα. Είχαν μονάχα να θυμούνται το παρθενικό και τελευταίο τους ταξίδι, δεν ήταν λύπη μα παρηγοριά.
Σου χάραξαν μονοπάτια να περάσεις και συ κουράστηκες ν’ ανοίξεις τα φτερά σου, έσυρες τα πόδια σου γίνοντας θνητή χόρεψες στο διάβα τους.
Και στο χορό σου επάνω πέταξες της ψυχής τα πέπλα ένα- ένα. Λαμπύριζαν στη νύχτα απ’ τα δάκρυα και έστεκαν μόνα στο χώμα.
Όμως στη δική σου τη γιορτή η θέση ήταν κρατημένη, καθόταν ένας φόβος τόσος να μη δε μοιάσεις στης κοινωνίας τα πρέπει.
Και ένα φόβος άλλος πιο ψηλός φθάνει ως το σύννεφο.
Αυτό το σύννεφο που φώλιασες όλα σου τα διαμάντια το έβαψες ροζ και το έστησες δεξιά απ’ τον ήλιο, όλα να τα κρίνει από ψηλά όλα να τα κρυφοκοιτάζει.
Στείλε ένα τόξο εκεί στο άπειρο καλό και ας μη ξέρεις σημάδι.
Το σύννεφο να σκάσει και από μέσα του να ξεχυθεί η βροχή των αστεριών, το φως τους όλο να γεμίσει τα πηγάδια σου και από εκεί βαθειά να γεννηθούν νέοι κόσμοι.
Σε αυτούς τους κόσμους κοίτα να χωρέσεις, αυτοί δικοί σου είναι.
Και μονοπάτια νέα θα χαράξεις μη φοβάσαι, αυτά θα ανοίξουν δρόμους να περπατήσεις, να χορέψεις μα να κυλιστείς όχι τέτοιο χώρο δεν έχει.
Και άσε τους άλλους να κοιτούν με απορία.
Και άσε τους να σιγοψιθυρίζουν λόγια που ν’ ακούσεις δε μπορείς.
Γιατί είσαι ήδη μακριά.
Έβαλες πλώρη και τη σιγουριά άφησες να στέκει στο λιμάνι ρημαγμένη να φωνάζει.
‘’που πας μόνη στ’ ανοιχτά και αν κύμα σηκωθεί εσύ δεν ξέρεις κολύμπι.’’
Μα εγώ δε θέλω σωσίβια. Τα σωσίβια με πνίγουν με περιορίζουν.
Ακόμα και αν βυθιστώ και ταξιδέψω ως τον πάτο, μόνη θα ‘μαι.
Ίσως λίγο να ξαποστάσω, να χαζέψω τη μαγεία του βυθού που εκεί κρύβονται απ ’τα μαργαριτάρια, τα πιο όμορφα.
Και κάπου εκεί στο χάος πετώντας και όχι αργοσέρνοντας, θα τιναχτώ μονομιάς και θα καθίσω εγώ η ίδια δεξιά απ’ τον ήλιο, να στεγνώσω απ’ του κόσμου τη φθορά και απ ’τη δική μου απελπισία.

http://wp.loveletters.gr/%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CF%83%CF%89%CF%83%CE%AF%CE%B2%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CE%B9%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CF%8D/




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου