Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Με το ένα πόδι στη στεριά και με το άλλο να αιωρείται συνεχίζεις το ταξίδι για το άγνωστο

Οι προσδοκίες κουβαλάνε μαζί τους απογοήτευση.
Απογοητεύεσαι όταν τελικά δεν βγαίνουν αληθινές.
Κάνεις σχέδια, όνειρα και γκρεμίζονται έτσι απλά γιατί εκεί που περίμενες να καλοδεχτείς την επιτυχία έρχεται η αποτυχία.
Αυτό συμβαίνει κάποιες φορές όταν τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα σχεδιάσαμε.
Μήπως τελικά να μην προσδοκάμε τίποτα.
Να έχουμε όνειρα μα να μην επενδύουμε όλες μας τις ελπίδες;
Να περιμένουμε να έρθει το αποτέλεσμα και μετά να χαρούμε;
Μήπως τελικά και η υπερβολική αισιοδοξία βλάπτει.
Ή να προσδοκάμε το καλό αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι και για το αντίθετο;
Αυτή είναι η χρυσή τομή.
Ο ενθουσιασμός όμως πολλές φορές σου παίρνει τα μυαλά και δεν πατάς στη γη.
Πιστεύεις πως τίποτα δε θα ανατρέψει αυτό τη συναίσθημα ευφορίας που νιώθεις.
Τίποτα δεν είναι ικανό για να σε ρίξει κάτω.
Μα ο άνεμος φυσάει και εσύ πέφτεις στη θάλασσα δίχως σωσίβιο.
Και πρέπει και πάλι να συνεχίσεις το κολύμπι.
Πρέπει να μάθεις ακόμα καλύτερο κολύμπι για να φθάσεις αυτή τη φορά στη στεριά πιο γρήγορα.
Και όταν ακουμπήσεις τα πόδια σου και πάλι στη γη θα υποσχεθείς στον εαυτό σου να μην αφήσεις τίποτα να σου πάρει και πάλι τα μυαλά.
Μα στα μυαλά σου αρέσει ο αέρας το ξέρεις.
Τους αρέσει να ονειρεύεσαι λίγο παραπάνω.
Λαχταράς αυτό το ανάλαφρο που μόνο τα όνειρα σου φέρνουν.
Με το ένα πόδι στη στεριά και με το άλλο να αιωρείται συνεχίζεις.
Συνεχίζεις να δεις τι κρύβεται παρακάτω.


Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Πίστεψε στην αγάπη και επέστρεψε σε μέρη ανθισμένα


Επέστρεψε σε μέρη ανθισμένα…
Εκεί που βρήκε στάχτες άναψε φωτιές.
Σε μαυρισμένα χώματα έριξε όλα τα χρώματα.
Έριξε σπόρους  και τους πότιζε νυχθημερόν.
Βρήκε τη ζωή εκεί που βασίλευε ο θάνατος.
Είχε μια σπίθα πίστης μέσα του που έδινε μορφή σε ότι άμορφο.
Τα φαντάστηκε όλα και τα έχτιζε δίχως σταματημό.
Ταξίδεψε πολύ μέσα του, σήκωσε κάτω από πέτρες να βρει ότι είχε χαθεί.
Έψαξε, έψαξε πολύ και ακούραστα έβρισκε μικρούς πολύτιμους λίθους.
Τους κρατούσε σφιχτά μέσα στη χούφτα του όταν πιάσει ο αέρας να μην τους αρπάξει.
Δε πειράζει που πέρασαν χρόνια.
Χρόνια άκαρπα δίχως ελπίδα.
Δίχως φως και καρτερία.
Χρόνια υπνωτισμένα.
Υπνωτισμένος και αυτός προχωρούσε μπροστά μα κάτι βαρύ μέσα του τον τραβούσε πίσω.
Δε σταματούσε όμως, πότε με ένα βήμα μικρό, πότε με ένα βήμα μεγάλυτερο.
Επέστρεψε σε μέρη πολύχρωμα.
Δεν τσιγκουνεύτηκε το γέλιο, την ευγένεια, την υπομονή.
Ήθελε πολλά να βρει και τα βρήκε όλα μια μέρα ακουμπισμένος σε ένα βράχο στην ακροθαλασσιά κουρασμένος και λησμονημένος από το Θεό θυμήθηκε πως είναι η αγάπη.
Να δίνεις το καλό δίχως να περιμένεις.
Να χαμογελάς και ας μη σου χαμογελούν.
Να απλώνεις το χέρι δίχως να δίνουν το δικό τους.
Θυμήθηκε την αγάπη και επέστρεψε σε μέρη ανθισμένα.