Με μια παρέα αποτσίγαρα στο τασάκι και τον καπνό να με
τυλίγει συνεχίζω να γκρεμίζω εφιάλτες.
Πλέον οι μαυροφορεμένοι εχθροί δεν στέκονται εδώ για μέρες όπως
κάποτε.
Μοιάζουν με ταξιδιώτες που ξέμειναν από καύσιμα και διανυκτέρευσαν
για μια νύχτα σε ένα φθηνό κατάλυμα.
Στη μέση ενός δρόμου αδιέξοδου.
Πόσοι τέτοιοι δρόμοι απλώθηκαν μπροστά μου και εγώ να τους
αντισταθώ αδύνατον.
Και οι εφιάλτες ξέρουν πολύ καλά πώς να μου κρατούν
συντροφιά.
Να γεμίζουν το κενό που άφησαν πίσω τους τα όνειρα της προχθεσινής
βραδιάς.
Αυτά που σε αφήνουν με την πίκρα για τη χαρά που σου
χάρισαν.
Για τη χαρά που ήταν για τόσο λίγο.
Και όμως άξιζαν, δεν πειράζει.
Θα θυμάσαι τα φωτεινά χαμόγελα που έβγαιναν κατευθείαν μέσα
από την ψυχή.
Αυτά που σου πρόσφεραν αγαλλίαση και σ’ έκαναν να πιστέψεις πως θα κρατήσει για πολύ.
Ας είναι, χαλάλι.
Την άγγιξες την ευτυχία και ας ήταν για λίγο.
Χαλάλι.
Τώρα ξέρεις πως είναι και μόνο για τέτοιες γωνιές θα ψάξεις.
Θα ‘ναι δύσκολο να την
ξαναβρείς..μα μη πτοηθείς.
Συνέχισε μη σταματάς.
Κλείσε τα μάτια και φέρε στο νου τις ομορφιές που αντίκρισες.
Είναι ικανές να διώξουν πέρα τον καπνό.
Και οι μαυροφορεμένοι εχθροί θα χαθούν και πάλι στα σκοτεινά
τους μονοπάτια.